συμπροπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[προπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ταυτόχρονα με άλλον.
|mltxt=Α [[προπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ταυτόχρονα με άλλον.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπροπίπτω:''' вместе устремляться, выбегать: ἀπηλλάττετο, συμπροπεσόντων [[αὐτῷ]] (v. l. συμπροπεμπόντων αὐτὸν) τῶν [[φίλων]] Polyb. он ушел, сопровождаемый друзьями.
}}
}}

Revision as of 04:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροπίπτω Medium diacritics: συμπροπίπτω Low diacritics: συμπροπίπτω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΠΙΠΤΩ
Transliteration A: sympropíptō Transliteration B: sympropiptō Transliteration C: sympropipto Beta Code: sumpropi/ptw

English (LSJ)

   A rush forth with, τινι f.l. in Plb.31.14.1.

German (Pape)

[Seite 990] (s. πίπτω), mit od. zugleich heraus-od. hervorfallen, hervorgehen, Pol. 31, 22, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροπίπτω: ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς μετά τινος, τινι Πολύβ. 31. 22, 1.

Greek Monolingual

Α προπίπτω
πέφτω προς τα εμπρός ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monolingual

Α προπίπτω
πέφτω προς τα εμπρός ταυτόχρονα με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συμπροπίπτω: вместе устремляться, выбегать: ἀπηλλάττετο, συμπροπεσόντων αὐτῷ (v. l. συμπροπεμπόντων αὐτὸν) τῶν φίλων Polyb. он ушел, сопровождаемый друзьями.