συγκαθέλκω: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκαθέλκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>-είλκῠσα</i>· [[σύρω]], [[καθελκύω]] μαζί με· Παθ. μέλ., <i>συγκαθελκυσθήσεται</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''συγκαθέλκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>-είλκῠσα</i>· [[σύρω]], [[καθελκύω]] μαζί με· Παθ. μέλ., <i>συγκαθελκυσθήσεται</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκαθέλκω:''' досл. тянуть вместе, одновременно (с кем-л.), перен. вовлекать: Διὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται Aesch. по воле Зевса (Амфиарай) будет вовлечен, т. е. разделит судьбу других. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A drag down with or together, fut. Pass. ξυγκαθελκυσθήσεται A.Th.614.
German (Pape)
[Seite 963] (s. ἕλκω) mit od. zusammen herunterziehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαθέλκω: μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (πρβλ. ἕλκω)· - καθέλκω ὁμοῦ, συγκαταβιβάζω, μετ’ ἀπαρ. τὸ γεῶδες πρὸς τὴν γῆν Ἰώβιος ἐν Φωτ. Βιβλοθ. 206. 4· - μέλλ. παθ., συγκαθελκυσθήσεται Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 614.
French (Bailly abrégé)
ao. συγκαθείλκυσα;
entraîner avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, καθέλκω.
Greek Monolingual
Α
καθέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέλκω «σύρω προς τα κάτω»].
Greek Monolingual
Α
καθέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέλκω «σύρω προς τα κάτω»].
Greek Monotonic
συγκαθέλκω: μέλ. -ξω, αόρ. αʹ -είλκῠσα· σύρω, καθελκύω μαζί με· Παθ. μέλ., συγκαθελκυσθήσεται, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
συγκαθέλκω: досл. тянуть вместе, одновременно (с кем-л.), перен. вовлекать: Διὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται Aesch. по воле Зевса (Амфиарай) будет вовлечен, т. е. разделит судьбу других.