συνδιαταλαιπωρέω: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνδιατᾰλαιπωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπομένω]] ταλαιπωρίες μαζί ή μαζί με κάποιον, σε Πλάτ. | |lsmtext='''συνδιατᾰλαιπωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπομένω]] ταλαιπωρίες μαζί ή μαζί με κάποιον, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιατᾰλαιπωρέω:''' вместе терпеть, вместе страдать Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A endure hardship with or together, Pl.Cri. 45d.
German (Pape)
[Seite 1008] mit oder zugleich Mühsal, Unglück überstehen, Plat. Crit. 45 d.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιατᾰλαιπωρέω: ὑπομένω ταλαιπωρίας μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνδιαταλαιπωρεῖν καὶ τρέφοντα καὶ παιδεύοντα Πλάτ. Κρίτων 45D.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être également malheureux.
Étymologie: σύν, διά, ταλαιπωρέω.
Greek Monotonic
συνδιατᾰλαιπωρέω: μέλ. -ήσω, υπομένω ταλαιπωρίες μαζί ή μαζί με κάποιον, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συνδιατᾰλαιπωρέω: вместе терпеть, вместе страдать Plat.