συναπεχθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναπεχθάνομαι:''' αποθ., [[εχθρεύομαι]] κάποιον από κοινού με κάποιον [[άλλο]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συναπεχθάνομαι:''' αποθ., [[εχθρεύομαι]] κάποιον από κοινού με κάποιον [[άλλο]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συναπεχθάνομαι:''' вместе или одновременно враждовать, проникаться общей ненавистью Plut.
}}
}}

Revision as of 04:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπεχθάνομαι Medium diacritics: συναπεχθάνομαι Low diacritics: συναπεχθάνομαι Capitals: ΣΥΝΑΠΕΧΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: synapechthánomai Transliteration B: synapechthanomai Transliteration C: synapechthanomai Beta Code: sunapexqa/nomai

English (LSJ)

   A become an enemy together, Plu.2.96b.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. ἐχθάνομαι), mit oder zugleich sich verfeinden, Plut. de am. mult. p. 296.

Greek (Liddell-Scott)

συναπεχθάνομαι: ἀποθ., γίνομαι ὁμοῦ ἐχθρός, Πλούτ. 2. 96Α.

French (Bailly abrégé)

se brouiller ensemble.
Étymologie: σύν, ἀπεχθάνομαι.

Greek Monolingual

Α
γίνομαι εχθρός με κάποιον.

Greek Monolingual

Α
γίνομαι εχθρός με κάποιον.

Greek Monotonic

συναπεχθάνομαι: αποθ., εχθρεύομαι κάποιον από κοινού με κάποιον άλλο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συναπεχθάνομαι: вместе или одновременно враждовать, проникаться общей ненавистью Plut.