συναπεχθάνομαι
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
become an enemy together, Plu.2.96b.
German (Pape)
[Seite 1002] (s. ἐχθάνομαι), mit oder zugleich sich verfeinden, Plut. de am. mult. p. 296.
French (Bailly abrégé)
se brouiller ensemble.
Étymologie: σύν, ἀπεχθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
συναπεχθάνομαι: вместе или одновременно враждовать, проникаться общей ненавистью Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συναπεχθάνομαι: ἀποθ., γίνομαι ὁμοῦ ἐχθρός, Πλούτ. 2. 96Α.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
συναπεχθάνομαι: αποθ., εχθρεύομαι κάποιον από κοινού με κάποιον άλλο, σε Πλούτ.