συνεκκλύζω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ξεπλένω]], [[καθαρίζω]] συγχρόνως («τὸ ὑγρὸν... μεθ' ἑαυτοῡ συνεκκλύζον ἁπάσας λαμβάνει τὰς τῶν χρωμάτων δυνάμεις», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκλύζω]] «[[ξεπλένω]], [[καθαρίζω]]»].
|mltxt=Α<br />[[ξεπλένω]], [[καθαρίζω]] συγχρόνως («τὸ ὑγρὸν... μεθ' ἑαυτοῡ συνεκκλύζον ἁπάσας λαμβάνει τὰς τῶν χρωμάτων δυνάμεις», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκλύζω]] «[[ξεπλένω]], [[καθαρίζω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεκκλύζω:''' одновременно вымывать, смывать, споласкивать (τι [[μετά]] τινος Arst.).
}}
}}

Revision as of 04:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκκλύζω Medium diacritics: συνεκκλύζω Low diacritics: συνεκκλύζω Capitals: ΣΥΝΕΚΚΛΥΖΩ
Transliteration A: synekklýzō Transliteration B: synekklyzō Transliteration C: synekklyzo Beta Code: sunekklu/zw

English (LSJ)

   A wash out together, Arist.Col.795b6:—Pass., Id.GA727b16, Dsc.2.101.

German (Pape)

[Seite 1012] mit od. zugleich ausspülen, Arist. gen. an. 1, 19.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκλύζω: ἐκπλύνω ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5. 12. ― Παθ., ὁ αὐτ. π. Γεν. Ζ. 1. 19, 20.

Greek Monolingual

Α
ξεπλένω, καθαρίζω συγχρόνως («τὸ ὑγρὸν... μεθ' ἑαυτοῡ συνεκκλύζον ἁπάσας λαμβάνει τὰς τῶν χρωμάτων δυνάμεις», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω»].

Greek Monolingual

Α
ξεπλένω, καθαρίζω συγχρόνως («τὸ ὑγρὸν... μεθ' ἑαυτοῡ συνεκκλύζον ἁπάσας λαμβάνει τὰς τῶν χρωμάτων δυνάμεις», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω»].

Russian (Dvoretsky)

συνεκκλύζω: одновременно вымывать, смывать, споласкивать (τι μετά τινος Arst.).