συνεσκευασμένως: Difference between revisions
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
(39) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[κοινή]] [[προετοιμασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>συνεσκευασμένος</i> του [[συσκευάζω]]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[κοινή]] [[προετοιμασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>συνεσκευασμένος</i> του [[συσκευάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεσκευασμένως:''' вместе, совместно, сообща (χρῆσθαί τινι Xen. - v. l. συνεσκευασμένοις). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:16, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A by joint preparation, v.l. in X.Oec.11.19.
Greek (Liddell-Scott)
συνεσκευασμένως: Ἐπίρρ., διὰ κοινῆς παρασκευῆς, ἑτοιμασίας, ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ συνεσκευασμένως (διάφ. γραφ. -μένοις) χρῆσθαι τοῖς πρὸς τὴν ῥώμην παρασκευάσμασι Ξεν. Οἰκ. 11. 19.
French (Bailly abrégé)
adv.
collectivement, ensemble.
Étymologie: dérivé du part. pf. Pass. de συσκευάζω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με κοινή προετοιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεσκευασμένος του συσκευάζω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με κοινή προετοιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεσκευασμένος του συσκευάζω.
Russian (Dvoretsky)
συνεσκευασμένως: вместе, совместно, сообща (χρῆσθαί τινι Xen. - v. l. συνεσκευασμένοις).