ταριχοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰρῑχοπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), αυτός που εμπορεύεται παστά ψάρια, σε Πλούτ. κ.λπ.
|lsmtext='''τᾰρῑχοπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), αυτός που εμπορεύεται παστά ψάρια, σε Πλούτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰρῑχοπώλης:''' ου ὁ торговец соленой рыбой Plut.
}}
}}

Revision as of 04:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχοπώλης Medium diacritics: ταριχοπώλης Low diacritics: ταριχοπώλης Capitals: ΤΑΡΙΧΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: tarichopṓlēs Transliteration B: tarichopōlēs Transliteration C: tarichopolis Beta Code: tarixopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A dealer in salt fish, Nicostr.Com.5.3, Alex.15.14, Plu.2.631d, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1071] ὁ, der eingesalzene Fische verlaust; Nicostrat. bei Ath. III, 118 e; auch 120 e für τεμαχοπώλης zu lesen bei Antiphan.; Luc. Vit. auct. 11; Plut. Symp. 2, 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρῑχοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἢ ἐμπορευόμενος παστοὺς ἰχθῦς, Νικόστρ. ἐν «Ἀντύλλῳ» 2, Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 14, Πλούτ. 2. 631D, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de salaisons.
Étymologie: τάριχος, πωλέω.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. ταριχόπωλις, Α
έμπορος ή πωλητής παστών ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + -πώλης].

Greek Monotonic

τᾰρῑχοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που εμπορεύεται παστά ψάρια, σε Πλούτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρῑχοπώλης: ου ὁ торговец соленой рыбой Plut.