τερπικέραυνος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τερπῐκέραυνος:''' -ον, αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τους κεραυνούς, επίθ. του [[Δία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
|lsmtext='''τερπῐκέραυνος:''' -ον, αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τους κεραυνούς, επίθ. του [[Δία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τερπῐκέραυνος:''' радостно мечущий молнии (эпитет Зевса) Hom., Hes.
}}
}}

Revision as of 04:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερπῐκέραυνος Medium diacritics: τερπικέραυνος Low diacritics: τερπικέραυνος Capitals: ΤΕΡΠΙΚΕΡΑΥΝΟΣ
Transliteration A: terpikéraunos Transliteration B: terpikeraunos Transliteration C: terpikeravnos Beta Code: terpike/raunos

English (LSJ)

ον,

   A delighting in thunder, epith. of Zeus, Il.1.419, al., Hes.Op.52.

German (Pape)

[Seite 1094] donnerfroh, der sich an Donner u. Blitz erfreut, Zeus, Hom. oft u. Hes.

Greek (Liddell-Scott)

τερπῐκέραυνος: -ον, ὁ τερπόμενος ἐπὶ τῷ κεραυνῷ, ἐπίθετον τοῦ Διὸς, Ἰλ. Α. 419, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 52.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la foudre, ou mieux qui lance la foudre.
Étymologie: τέρπω ou τρέπω, κεραυνός.

English (Autenrieth)

delighting in thunder, epith. of Zeus.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία του Διός) αυτός που χαίρεται με τον κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερπι- του τέρπω + κεραυνός (για τη μορφή του α΄ συνθετικού βλ. λ. τέρπω)].

Greek Monotonic

τερπῐκέραυνος: -ον, αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τους κεραυνούς, επίθ. του Δία, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

τερπῐκέραυνος: радостно мечущий молнии (эпитет Зевса) Hom., Hes.