τεφρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεφρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), σε Βάβρ., Πλούτ.
|lsmtext='''τεφρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), σε Βάβρ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τεφρώδης:''' похожий на пепел, пепельный (γῆ Plut.).
}}
}}

Revision as of 04:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεφρώδης Medium diacritics: τεφρώδης Low diacritics: τεφρώδης Capitals: ΤΕΦΡΩΔΗΣ
Transliteration A: tephrṓdēs Transliteration B: tephrōdēs Transliteration C: tefrodis Beta Code: tefrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like ashes, Thphr.Ign.39, Babr.85.14, Plu.Them.8; τ. γῆ Str.16.2.44.

German (Pape)

[Seite 1102] ες, zsgzgn statt τεφροειδής, Plut. Them. 8, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

τεφρώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ τεφροειδής, Βαβρ. 85. 14, Πλουτ. Θεμιστ. 8.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui ressemble à la cendre, cendré.
Étymologie: τέφρα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / τεφρώδης, -ῶδες, ΝΑ τέφρα
αυτός που μοιάζει κατά το χρώμα με την τέφρα, σταχτής
νεοελλ.
1. γεμάτος τέφρα
2. φρ. «τεφρώδες φως»
αστρον. το αμυδρό φως που φωτίζει το στραμμένο προς τη Γη τμήμα του σκοτεινού ημισφαιρίου της Σελήνης, κοντά στη φάση της Νέας Σελήνης, καθιστώντας εύκολα ορατό ολόκληρο τον σεληνιακό δίσκο.

Greek Monotonic

τεφρώδης: -ες (εἶδος), σε Βάβρ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τεφρώδης: похожий на пепел, пепельный (γῆ Plut.).