τροπόω: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τροπόω:''' μέλ. <i>τροπώσω</i>, ([[τροπός]]) [[εφοδιάζω]] το [[κουπί]] με [[τροπωτήρα]] — Μέσ., <i>τροποῦτο κώπηνἀμφὶ σκαλμόν</i>, προσέδεσε το [[κουπί]] στο σκαλμό με τον [[τροπωτήρα]], σε Αισχύλ. — Παθ., λέγεται για το [[κουπί]], είμαι εφοδιασμένος με [[τροπωτήρα]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τροπόω:''' μέλ. <i>τροπώσω</i>, ([[τροπός]]) [[εφοδιάζω]] το [[κουπί]] με [[τροπωτήρα]] — Μέσ., <i>τροποῦτο κώπηνἀμφὶ σκαλμόν</i>, προσέδεσε το [[κουπί]] στο σκαλμό με τον [[τροπωτήρα]], σε Αισχύλ. — Παθ., λέγεται για το [[κουπί]], είμαι εφοδιασμένος με [[τροπωτήρα]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τροπόω:''' тж. med. укреплять ремнем в уключине: τροποῦσθαι κώπην ἀμφὶ σκαλμόν Aesch. привязывать рукояти своих весел к колкам (бортов); τῶν κωπῶν ἑκάστη τετρόπωται Luc. каждое весло было (уже) укреплено, т. е. корабль был готов к отплытию. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:52, 1 January 2019
English (LSJ)
(A), (τρόπος)
A like τρέπω, make to turn, put to flight, LXX Jd.4.23, 20.35 (v.l.), Wilcken Chr.11 A40 (ii B. C.):—so in Med., LXX 2 Ki.8.1, al., D.H.2.50, Sammelb.5829.2.
τροπ-όω (B), (τροπός)
A furnish the oar with its thong, in Med., ναυβάτης τ' ἀνὴρ τροποῦτο κώπην σκαλμὸν ἀμφ' εὐήρετμον fastened his oar by its thong round the thole, A.Pers.376; τροπώσασθαι ναῦν Poll.1.87:—Pass., of the oar, to be furnished with its thong, Ar.Ach.553, Luc.Cat.1.
Greek (Liddell-Scott)
τροπόω: (τρόπος) ὡς τὸ τρέπω, κάμνω τινὰ νὰ τραπῇ, τρέπω εἰς φυγήν, νικῶ, Ἑβδ. (Κριτ. Δ΄, 23, πρβλ. διάφορ. γραφ. ἐν κεφ. Κ΄, 35)· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Διον. Ἁλ. 2. 50.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pf. Pass. τετρόπωμαι;
fixer la rame avec la courroie d’attache;
Moy. τροπόομαι-οῦμαι (ao. ἐτροπωσάμην) m. sign.
Étymologie: τροπός.
Greek Monotonic
τροπόω: μέλ. τροπώσω, (τροπός) εφοδιάζω το κουπί με τροπωτήρα — Μέσ., τροποῦτο κώπηνἀμφὶ σκαλμόν, προσέδεσε το κουπί στο σκαλμό με τον τροπωτήρα, σε Αισχύλ. — Παθ., λέγεται για το κουπί, είμαι εφοδιασμένος με τροπωτήρα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τροπόω: тж. med. укреплять ремнем в уключине: τροποῦσθαι κώπην ἀμφὶ σκαλμόν Aesch. привязывать рукояти своих весел к колкам (бортов); τῶν κωπῶν ἑκάστη τετρόπωται Luc. каждое весло было (уже) укреплено, т. е. корабль был готов к отплытию.