τροχάω: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
(42) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />Ν<br /><b>βλ.</b> [[τροχίζω]].———————— <b>(II)</b><br />Α [[τροχός]] ή [[τρόχος]]]<br /><b>1.</b> (<b>επικ. τ.</b>) [[τροχάζω]]<br /><b>2.</b> (για αστέρα) περιστρέφομαι. | |mltxt=<b>(I)</b><br />Ν<br /><b>βλ.</b> [[τροχίζω]].———————— <b>(II)</b><br />Α [[τροχός]] ή [[τρόχος]]]<br /><b>1.</b> (<b>επικ. τ.</b>) [[τροχάζω]]<br /><b>2.</b> (για αστέρα) περιστρέφομαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τροχάω:''' Anacr. = [[τροχάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:52, 1 January 2019
English (LSJ)
Ep. form of τροχάζω, Arat. 1105, APl.4.275 (Posidipp.), Anacreont.29.6, etc.; of the stars,
A revolve, Arat.227.
Greek (Liddell-Scott)
τροχάω: Ἐπικ. ἰσοδύναμος τύπος τοῦ τροχάζω, Ἀνακρεόντ. 32. 6, Ἄρατ. 1105, ελπ.· - ἐπὶ τῶν ἀστέρων, κινοῦμαι, περιστρέφομαι, Ἄρατ. 227.
English (Autenrieth)
only part., ἅμα τροχόωντα, running about after me, Od. 15.451†.
Greek Monolingual
(I)
Ν
βλ. τροχίζω.———————— (II)
Α τροχός ή τρόχος]
1. (επικ. τ.) τροχάζω
2. (για αστέρα) περιστρέφομαι.
Russian (Dvoretsky)
τροχάω: Anacr. = τροχάζω.