τριτημόριος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(nl)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τριτημόριος -α -ον [τρίτος, μόριον] een derde deel uitmakend; subst. τὸ τριτημόριον het derde deel; als munt driekwart obool.
|elnltext=τριτημόριος -α -ον [τρίτος, μόριον] een derde deel uitmakend; subst. τὸ τριτημόριον het derde deel; als munt driekwart obool.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐτημόριος:''' составляющий третью часть Her.
}}
}}

Revision as of 04:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐτημόριος Medium diacritics: τριτημόριος Low diacritics: τριτημόριος Capitals: ΤΡΙΤΗΜΟΡΙΟΣ
Transliteration A: tritēmórios Transliteration B: tritēmorios Transliteration C: tritimorios Beta Code: trithmo/rios

English (LSJ)

α, ον (ος, ον v. infr.),

   A equal to a third part, c. gen., τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης Hdt. 1.192; ἡ τριτημόριος [δίεσις] Cleonid.Harm.7; λόγος τ. a ratio of 1:3, Theo Sm. p.76H.    II as Subst., τριτημόριον, τό, third part, Hdt.9.34, Th. 2.98, Pl.Phd.105b, Euc.Sect.Can.6, etc.    2 a coin, = τριταρτημόριον, Poll.9.65.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτημόριος: -α, -ον, ἴσος πρὸς τὸ τρίτον μέρος, μετὰ γεν., τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης Ἡρόδ. 1. 192. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τριτημόριον, τό, τὸ τρίτον μέρος, τὸ ἓν τρίτον, Ἡρόδ. 9. 34, Θουκ. 2. 98, Πλάτ., κλπ· πρβλ. τριπλάσιος ΙΙ. 2) νόμισμα ἰσοδύναμον πρὸς ἓξ χαλκοῦς, Πολυδ. Θ΄, 65, 66 πρβλ. τριτήμορον. 3) ἐν τῇ Μουσικῇ τὸ τρίτον τοῦ τόνου, Chappell Anc. Mus. σ. 203.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui contient ou forme le tiers d’une chose ; τὸ τριτημόριον le tiers d’une ch.
Étymologie: τρίτος, μόρος.

Greek Monolingual

-α, -ο / τριτημόριος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ουδ. τριταμόριον Α
1. αυτός που αποτελεί το ένα τρίτο ενός συνόλου
2. το ουδ. ως ουσ. το τριτημόριο(ν)
α) το ένα τρίτο, καθένα από τα τρία ίσα μέρη ενός συνόλου
β) μουσ. το ένα τρίτο του τόνου
μσν.
1. ο τριμερής, αυτός που αποτελείται από τρία μέρη
2. το αρσ. ως ουσ. τριτημόριος
τιμαριούχος που κατέβαλλε στον επικυρίαρχο το ένα τρίτο τών εισοδημάτων από το τιμάριό του, καθώς και ο πάροικος που κατέβαλλε το ένα τρίτο της παραγωγής τών γαιών που καλλιεργούσε
αρχ.
ο ίσος προς το ένα τρίτο ενός όλου («τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + μόριον (< μόρος), πρβλ. πολλοστη-μόριος.

Greek Monotonic

τρῐτημόριος: -α, -ον (μόριον
I. ίσος προς το τρίτο μέρος, με γεν., σε Ηρόδ.
II. ως ουσ., τριτημόριον, τό, το τρίτο μέρος, το 1/3, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριτημόριος -α -ον [τρίτος, μόριον] een derde deel uitmakend; subst. τὸ τριτημόριον het derde deel; als munt driekwart obool.

Russian (Dvoretsky)

τρῐτημόριος: составляющий третью часть Her.