Τυφωεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Τῠφωεύς:''' -έως, Επικ. Τυφωέος, ὁ· συνηρ. Τῡφώς, γεν. <i>Τυφῶ</i>, αιτ. <i>Τυφῶ</i>·, [[κάποιος]] [[γίγαντας]] τον οποίο έθαψε ο Δίας στην [[Κιλικία]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
|lsmtext='''Τῠφωεύς:''' -έως, Επικ. Τυφωέος, ὁ· συνηρ. Τῡφώς, γεν. <i>Τυφῶ</i>, αιτ. <i>Τυφῶ</i>·, [[κάποιος]] [[γίγαντας]] τον οποίο έθαψε ο Δίας στην [[Κιλικία]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Τῠφωεύς:''' έος ὁ эп. = [[Τυφῶν]].
}}
}}

Revision as of 05:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τῠφωεύς Medium diacritics: Τυφωεύς Low diacritics: Τυφωεύς Capitals: ΤΥΦΩΕΥΣ
Transliteration A: Typhōeús Transliteration B: Typhōeus Transliteration C: Tyfoeys Beta Code: *tufweu/s

English (LSJ)

ὁ, gen. έος Il.2.783, dat. έϊ ib.782, acc. έα Hes.Th.821; Τῡφώς, Pi.P.1.16, A.Pr.372, gen.

   A Τυφῶ Id.Th.517, Supp.560 (lyr.), Ar. Nu.336 (anap.), acc. Τυφῶ Hdt.3.5, Ar.Eq.511 (anap.); also nom. Τῡφῶν (q. v.):—Typhoëus or Typhos, a hundred-headed giant buried by Zeus (εἰν Ἀρίμοις), Il.2.782; youngest son of Gaia and Tartarus, Hes. Th.821; Pi. gives his birthplace as Cilicia, but places him under Cyme and Sicily, and so accounts for the eruptions of Etna, l.c. [ῡ in disyll. cases, ῠ in the others, cf. Τυφῶν.]

Greek (Liddell-Scott)

Τῠφωεύς: έως, Ἐπικ. έος, ὁ· συνῃρ. Τῡφώς, Πίνδ., Αἰσχύλ., γεν. Τυφῶ Αἰσχύλ. Θήβ. 517, Ἀριστοφ. Νεφ. 336 αἰτ. Τυφῶ Ἡρόδ. 3. 5, Ἀριστοφ. Ἱππ. 511· - γίγας τις ὃν ἔθαψεν ὁ Ζεὺς ἐν Κιλικίᾳ ὑπὸ τὴν γῆν τῶν Ἀρίμων (εἰν Ἀρίμοις), (ὅπερ ὁ Οὐεργίλιος ἔτρεψεν εἰς Inarimé, Αἰνειὰς 9. 716), Ἰλ. Β. 782· ὁ νεώτατος τῶν υἱῶν τῆς Γῆς καὶ τοῦ Ταρτάρου, Ἡσ. Θ. 821· ἀλλ’ ὁ Πίνδ. θέτει αὐτὸν ὑπὸ τὴν Αἴτνην, εἰς αὐτὸ ἀποδίδων τὰς ἐκρήξεις τοῦ ἡφαιστείου, πρβλ. Ὀβιδ. Μεταμορφ. 5. 347· - φαίνεται ὅτι ὁ Τυφωεὺς ἦτο τύπος τῶν ἡφαιστειωδῶν ἐνεργειῶν καθόλου, ἴδε Böckh Expl. Pind. P. 1. 13 (31)· πρβλ. τυφώς, Τυφῶν. [ῠ ἐν ταῖς τρισυλλάβοις πτώσεσι, ῡ δὲ ἐν ταῖς δισυλλάβοις, πρβλ. Τυφῶν].

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
autre n. de Τυφῶν.

English (Autenrieth)

έος: Typhōeus, a monster, originally symbolical of the volcanic agencies of nature, Il. 2.782 f.

Greek Monolingual

-έως και επικ. τ. -έος, και Τυφώς, -ῶ, ὁ, Α
ο Τυφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεωνύμιο του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή δάνειο από την περιοχή της Μικράς Ασίας. Ο τ. Τυφω-εύς αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή με επίθημα -εύς του τ. Τυφώς. Η σύνδεση τών τ. με την οικογένεια του ρ. τύφω, -ομαι «περιβάλλω με καπνό» οφείλεται σε παρετυμολογία. Με το θεωνύμιο Τυφωεύς συνδέεται το θεωνύμιο Τυφῶν, -ῶνος «πατέρας τών ανέμων», από όπου το νεοελλ. τυφώνας].

Greek Monotonic

Τῠφωεύς: -έως, Επικ. Τυφωέος, ὁ· συνηρ. Τῡφώς, γεν. Τυφῶ, αιτ. Τυφῶ·, κάποιος γίγαντας τον οποίο έθαψε ο Δίας στην Κιλικία, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

Τῠφωεύς: έος ὁ эп. = Τυφῶν.