ὑπαφίσταμαι: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπαφίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[οπισθοχωρώ]] [[αργά]], αποσύρομαι, σε Αντιφ. | |lsmtext='''ὑπαφίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[οπισθοχωρώ]] [[αργά]], αποσύρομαι, σε Αντιφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπαφίσταμαι:''' (aor. 2 ὑπαπέστην) уходить, удаляться (ἐξ Ἀθηνῶν [[Thales]] ap. Diog. L.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A step back, withdraw, Antipho4.4.1; μικρὸν ὑπαποστήσομαι Men.Sam.153; ἐξ Ἀθηνέων Thalesap.D.L.1.44; τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Ael.NA2.25.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαφίσταμαι: Παθ. μετ’ ἀόρ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· - ἀφίσταμαι κατὰ μικρόν, ἀποσύρομαι, Ἀντιφῶν 128. 9· ἐξ Ἀθηνέων Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 1. 44· τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Αἰλ. π. Ζ. 2. 25.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ὑπαπέστην, etc.
s’éloigner peu à peu.
Étymologie: ὑπό, ἀφίσταμαι.
Greek Monolingual
Α
αποχωρώ, αποσύρομαι βαθμιαία («πεφεισμένως ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῡ», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀφίσταμαι «απομακρύνομαι, αποχωρώ»].
Greek Monotonic
ὑπαφίσταμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., οπισθοχωρώ αργά, αποσύρομαι, σε Αντιφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαφίσταμαι: (aor. 2 ὑπαπέστην) уходить, удаляться (ἐξ Ἀθηνῶν Thales ap. Diog. L.).