ὑπέρμεγας: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπέρμεγας:''' -άλη, -α, υπερβολικά [[μεγάλος]], [[έξοχος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὑπέρμεγας:''' -άλη, -α, υπερβολικά [[μεγάλος]], [[έξοχος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέρμεγας:''' [[μεγάλη]], μεγα Arph. = [[ὑπερμεγέθης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:12, 1 January 2019
English (LSJ)
άλη, α,
A immensely great, Ar.Eq.158, Ael.NA6.63, etc.
German (Pape)
[Seite 1198] μεγάλη, μεγα, übergroß, übermäßig groß; Ar. Equ. 158; Ael. H. A. 6, 63.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρμεγας: άλη, α, εἰς ὑπερβολὴν μέγας, ὦ νῦν μὲν οὐδείς, αὔριον δὲ ὑπέρμεγας Ἀριστοφ. Ἱππ. 158, Αἰλ. π. Ζῴων 6. 63, κλπ.
Greek Monolingual
ὑπερμεγάλη, ὑπέρμεγα, ΜΑ μέγας
πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης.
Greek Monotonic
ὑπέρμεγας: -άλη, -α, υπερβολικά μεγάλος, έξοχος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρμεγας: μεγάλη, μεγα Arph. = ὑπερμεγέθης.