ὑποκλονέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποκλονέομαι:''' Παθ., οδηγούμαι σε [[σύγχυση]], ταράζομαι [[μπροστά]] σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑποκλονέομαι:''' Παθ., οδηγούμαι σε [[σύγχυση]], ταράζομαι [[μπροστά]] σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποκλονέομαι:''' быть гонимым, убегать: ὑ. τινι Hom. бежать в смятении от кого-л.
}}
}}

Revision as of 05:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκλονέομαι Medium diacritics: ὑποκλονέομαι Low diacritics: υποκλονέομαι Capitals: ΥΠΟΚΛΟΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: hypoklonéomai Transliteration B: hypokloneomai Transliteration C: ypokloneomai Beta Code: u(poklone/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be driven in confusion before one, Ἀχιλῆϊ Il.21.556.    II to be shaken so as to fall, Q.S.14.572.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκλονέομαι: Παθ., κλονοῦμαι, ταράττομαι ὑπό τινος, ὑποκλονέεσθαι... Πηλείδη Ἀχιλῆϊ, ὑπὸ τοῦ Πηλ. Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 556. ΙΙ. κλονοῦμαι οὕτως ὥστε νὰ πέσω, ἀμφὶ δὲ πάντῃ κρημνοὶ ὑπεκλονέοντο Καφηρέος Κόϊντ. Σμυρν. 14. 572.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être pressé, poursuivi : τινι IL fuir devant qqn.
Étymologie: ὑπό, κλονέω.

Greek Monotonic

ὑποκλονέομαι: Παθ., οδηγούμαι σε σύγχυση, ταράζομαι μπροστά σε κάποιον, τινι, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκλονέομαι: быть гонимым, убегать: ὑ. τινι Hom. бежать в смятении от кого-л.