τύρβα: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(42)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σύρβα]] Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ανάμικτα, ανάκατα, συγκεχυμένα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μετὰ]] θορύβου».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύρβη]] / [[σύρβη]] «[[σύγχυση]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> [[σάφα]])].
|mltxt=και [[σύρβα]] Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ανάμικτα, ανάκατα, συγκεχυμένα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μετὰ]] θορύβου».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύρβη]] / [[σύρβη]] «[[σύγχυση]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> [[σάφα]])].
}}
{{elru
|elrutext='''τύρβᾰ:''' adv. беспорядочно, вперемешку Aesch.
}}
}}

Revision as of 05:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύρβᾰ Medium diacritics: τύρβα Low diacritics: τύρβα Capitals: ΤΥΡΒΑ
Transliteration A: týrba Transliteration B: tyrba Transliteration C: tyrva Beta Code: tu/rba

English (LSJ)

Adv., (τύρβη)

   A pell-mell, in confusion, [ὗς] τρέπουσα τύρβ' ἄνω κάτω A.Fr.311.3; also σύρβα, Hsch., cf. συρβάβυττα.

German (Pape)

[Seite 1164] adv., durch einander, verwirrt, drunter und drüber; Aesch. frg. 321, τρέπουσα τύρβ' ἄνω κάτω; auch σύρβα.

Greek (Liddell-Scott)

τύρβᾰ: Ἐπίρρ., (τύρβη) pêle-mêle, συγκεχυμένως, ἀναμίξ, ὗς... τρέπουσα τύρβ’ ἄνω κάτω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. 8· ὡσαύτως σύρβα, Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει τὴν λέξιν «μετὰ θορύβου», πρβλ. Φώτ. ἐν λέξ. συρβηνεύς.

Greek Monolingual

και σύρβα Α
επίρρ.
1. ανάμικτα, ανάκατα, συγκεχυμένα
2. (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ θορύβου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύρβη / σύρβη «σύγχυση» + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. σάφα)].

Russian (Dvoretsky)

τύρβᾰ: adv. беспорядочно, вперемешку Aesch.