ὑπερίπταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερίπταμαι:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ὑπερπέτομαι]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''ὑπερίπταμαι:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ὑπερπέτομαι]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερίπταμαι:''' Arst., Plut., Luc. = [[ὑπερπέτομαι]].
}}
}}

Revision as of 05:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερίπταμαι Medium diacritics: ὑπερίπταμαι Low diacritics: υπερίπταμαι Capitals: ΥΠΕΡΙΠΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hyperíptamai Transliteration B: hyperiptamai Transliteration C: yperiptamai Beta Code: u(peri/ptamai

English (LSJ)

later form for ὑπερπέτομαι, Arist.Mir.836a33, Plu. Num.8;

   A πᾶσαν γῆν Max.Tyr.6.6.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. ἵπταμαι), = ὑπερπέτομαι, oben, darüber wegfliegen, Plut. Num. 8, s. ὑπερπέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίπταμαι: μεταγεν. τύπος τοῦ ὑπερπέτομαι, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81, 2, Πλουτ. Νουμ. 8, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 7.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερπτήσομαι, ao. ὑπερεπτάμην, ao.2 ὑπερέπτην;
voler au-dessus de, acc..
Étymologie: ὑπέρ, ἵπταμαι.

Greek Monolingual

ὑπερίπταμαι ΝΑ
πετώ πάνω από μια περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἵπταμαι «πετώ», μτγν. τ. του πέτομαι.

Greek Monotonic

ὑπερίπταμαι: μεταγεν. τύπος του ὑπερπέτομαι, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερίπταμαι: Arst., Plut., Luc. = ὑπερπέτομαι.