ὑπερίσχυρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερίσχῡρος:''' -ον, υπερβολικά [[δυνατός]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ὑπερίσχῡρος:''' -ον, υπερβολικά [[δυνατός]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερίσχῡρος:''' чрезвычайно крепкий, весьма сильный Xen., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A exceedingly strong, ἔρυμα X.Cyr.5.2.2; of persons, Arist.Pol.1295b6.
German (Pape)
[Seite 1197] überstark, überaus stark und fest, ἔρυμα Xen. Cyr. 5, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερίσχῡρος: -ον, ἰσχυρὸς εἰς ὑπερβολήν, ἕρυμα Ξεν. Κύρ. 5, 2, 2· ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
extrêmement fort ou solide.
Étymologie: ὑπέρ, ἰσχυρός.
Greek Monolingual
-ον, Α ἰσχυρός
(για πρόσ. και για πράγμ.) πανίσχυρος.
Greek Monotonic
ὑπερίσχῡρος: -ον, υπερβολικά δυνατός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερίσχῡρος: чрезвычайно крепкий, весьма сильный Xen., Arst.