ὑπέρφατος: Difference between revisions
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπέρφᾰτος:''' -ον ([[φατός]], [[φημί]]), ο [[ανώτερος]] λόγων, [[ανέκφραστος]], [[ανείπωτος]], [[απερίγραπτος]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''ὑπέρφᾰτος:''' -ον ([[φατός]], [[φημί]]), ο [[ανώτερος]] λόγων, [[ανέκφραστος]], [[ανείπωτος]], [[απερίγραπτος]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέρφᾰτος:''' невыразимый, необычайный ([[σθένος]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (φατός, φημί)
A above speech, ineffable, νιφετοῦ σθένος Pi.Pae.9.15; ὑ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Id.O.9.65.
German (Pape)
[Seite 1203] über allen Ausdruck, unaussprechlich, σθένος Pind. frg. 74; ὑπέρφατον μορφᾷ καὶ ἔργοισι Ol. 9, 65, außerordentlich, oder überaus zu preisen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρφᾰτος: -ον, (φατός, φημί), ὁ ἀνώτερος παντὸς λόγου, ἄφατος, ἀνεκλάλητος, νιφετοῦ σθένος Πινδ. Ἀποσπ. 74. 8· ὑπ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 98.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est au-dessus de toute expression, inexprimable, admirable.
Étymologie: ὑπέρ, φημί.
English (Slater)
ὑπέρφᾰτος
1 beyond telling, incredible ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι (O. 9.65) νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον (Pae. 9.15)
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
άφατος, ανέκφραστος («νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φατος (< φατός < φημί), πρβλ. ἔκ-φατος].
Greek Monotonic
ὑπέρφᾰτος: -ον (φατός, φημί), ο ανώτερος λόγων, ανέκφραστος, ανείπωτος, απερίγραπτος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρφᾰτος: невыразимый, необычайный (σθένος Pind.).