ὑποξύριος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποξύριος:''' [ῠ], -α, -ον ([[ξυρόν]]), αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[ξυράφι]], ξυριστική [[λεπίδα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὑποξύριος:''' [ῠ], -α, -ον ([[ξυρόν]]), αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[ξυράφι]], ξυριστική [[λεπίδα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποξύριος:''' (ξῠ) кладущийся под бритву, т. е. (предполож.) служащий для вытирания бритвы (πετάσου [[φάρσος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:16, 1 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A on which shears or razors are rubbed, AP6.307 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1227] unter dem Scheermesser, φάρσος πετάσου Phani. 6 (VI, 307).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποξύριος: [ῡ], -α, -ον, ὁ ὑπὸ τὸ ξυράφιον ὤν, Ἀνθ. Π. 6. 307.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
placé sous le rasoir.
Étymologie: ὑπό, ξυρόν.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από το ξυράφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» < φρ. ὑπὸ ξυρῷ + κατάλ. -ιος].
Greek Monotonic
ὑποξύριος: [ῠ], -α, -ον (ξυρόν), αυτός που βρίσκεται κάτω από ξυράφι, ξυριστική λεπίδα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποξύριος: (ξῠ) кладущийся под бритву, т. е. (предполож.) служащий для вытирания бритвы (πετάσου φάρσος Anth.).