φαιδρότης: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φαιδρότης:''' -ητος, ἡ, [[λαμπρότητα]], [[ευθυμία]], σε Ισοκρ.
|lsmtext='''φαιδρότης:''' -ητος, ἡ, [[λαμπρότητα]], [[ευθυμία]], σε Ισοκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φαιδρότης:''' ητος ἡ ясность духа, веселое настроение Isocr., Plut.
}}
}}

Revision as of 05:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρότης Medium diacritics: φαιδρότης Low diacritics: φαιδρότης Capitals: ΦΑΙΔΡΟΤΗΣ
Transliteration A: phaidrótēs Transliteration B: phaidrotēs Transliteration C: faidrotis Beta Code: faidro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A brightness, brilliance, ὀφθαλμῶν Poll.6.199; λίθων Lib.Or.11.89, cf. 221.    2 metaph., joyousness, Isoc.15.133, Plu.2.595d.

German (Pape)

[Seite 1250] ητος, ἡ, 1) Reinheit, Klarheit, Glanz. – 2) übertr., Heiterkeit, Fröhlichkeit, Isocr. 15, 133.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότης, ἀκτινοβολία, ὀφθαλμῶν Πολυδ. Ϛ΄, 199. 2) μεταφορ., εὐθυμία, εὔθυμος διάθεσις, χαρά, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 141, Πλούτ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
doux éclat ; joie, gaîté.
Étymologie: φαιδρός.

Greek Monotonic

φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότητα, ευθυμία, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

φαιδρότης: ητος ἡ ясность духа, веселое настроение Isocr., Plut.