ὑπόλημμα: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(44) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήμματος, το / [[ὑπόλημμα]], ΝΑ [[ὑπολαμβάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στη [[λεξικογραφία]]) δευτερεύον [[λήμμα]], που υπάγεται στο κύριο [[λήμμα]], στον κύριο τύπο μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτό που συλλαμβάνεται στην [[κοιλιά]] ή αυτό που συλλαμβάνεται στον νου, [[κύημα]]. | |mltxt=-ήμματος, το / [[ὑπόλημμα]], ΝΑ [[ὑπολαμβάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στη [[λεξικογραφία]]) δευτερεύον [[λήμμα]], που υπάγεται στο κύριο [[λήμμα]], στον κύριο τύπο μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτό που συλλαμβάνεται στην [[κοιλιά]] ή αυτό που συλλαμβάνεται στον νου, [[κύημα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόλημμα:''' ατος τό мнение Plat., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A supposition, Pl.Def.413b.
German (Pape)
[Seite 1223] τό, das Aufgenommene; – die Empfängniß; – die Meinung, Plat. detin. 413 b; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλημμα: τό, τὸ ὑποληφθέν, δηλ. συλληφθέν, εἴτε ἐν διανοίᾳ εἴτε ἐν γαστρί, Πλάτ. Ὅροι 413Β, Πλούτ. 2. 164F.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce que l’on conçoit, pensée.
Étymologie: ὑπολαμβάνω.
Greek Monolingual
-ήμματος, το / ὑπόλημμα, ΝΑ ὑπολαμβάνω
νεοελλ.
(στη λεξικογραφία) δευτερεύον λήμμα, που υπάγεται στο κύριο λήμμα, στον κύριο τύπο μιας λέξης
αρχ.
αυτό που συλλαμβάνεται στην κοιλιά ή αυτό που συλλαμβάνεται στον νου, κύημα.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλημμα: ατος τό мнение Plat., Plut.