φαιδρόνους: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φαιδρόνους:''' -ουν, με λαμπρό εύθυμο [[φρόνημα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''φαιδρόνους:''' -ουν, με λαμπρό εύθυμο [[φρόνημα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φαιδρόνους:''' с ясным умом, бодро настроенный Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ουν,
A with bright, joyous mind, light-hearted, A.Ag. 1229(s. v. l.).
German (Pape)
[Seite 1250] ουν, reines, klares, fröhliches Sinnes, Aesch. Ag. 1202.
Greek (Liddell-Scott)
φαιδρόνους: ουν, ὁ ἔχων φαιδρὸν νοῦν, εὔθυμος, οἷα γλῶσσα μισητῆς κυνὸς λέξασα καὶ κτείνασα φαιδρόνους Αἰσχύλ. Ἀγ. 1229.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
qui a l’âme sereine ou joyeuse.
Étymologie: φαιδρός, νοῦς.
Greek Monolingual
-ουν, και ασυναίρ. τ. φαιδρόνοος, -ον, Α
1. αυτός που έχει καθαρό μυαλό
2. εύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -νους / -νοος (< νοῦς / νόος), πρβλ. σοφό-νους].
Greek Monotonic
φαιδρόνους: -ουν, με λαμπρό εύθυμο φρόνημα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φαιδρόνους: с ясным умом, бодро настроенный Aesch.