ὑψικάρηνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψῐκάρηνος:''' [ᾰ], -ον ([[κάρηνον]]), αυτός που έχει υψηλή [[κορυφή]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ὑψῐκάρηνος:''' [ᾰ], -ον ([[κάρηνον]]), αυτός που έχει υψηλή [[κορυφή]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψικάρηνος:''' (ᾰ) высокоглавый (δρύες Hom., HH; ἐλάται HH).
}}
}}

Revision as of 05:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐκάρηνος Medium diacritics: ὑψικάρηνος Low diacritics: υψικάρηνος Capitals: ΥΨΙΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: hypsikárēnos Transliteration B: hypsikarēnos Transliteration C: ypsikarinos Beta Code: u(yika/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A high-topped, δρύες Il.12.132, h.Ven. 264; ἄγκος Call.Fr.anon.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὴν κορυφήν, ἢ ἐλάται ἡὲ δρύες ὑψικάρηνοι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 265· ἄγκος ὑψικάρηνον Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἄγκος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la tête ou à la cime élevée.
Étymologie: ὕψι, κάρηνον.

English (Autenrieth)

. with lofty head or peak, Il. 12.132†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(συν. για δέντρο) υψικόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. πολυ-κάρηνος].

Greek Monotonic

ὑψῐκάρηνος: [ᾰ], -ον (κάρηνον), αυτός που έχει υψηλή κορυφή, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ὑψικάρηνος: (ᾰ) высокоглавый (δρύες Hom., HH; ἐλάται HH).