φιλήδονος: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(6) |
(4b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλήδονος:''' -ον ([[ἡδονή]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά την [[ηδονή]], σε Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που διακατέχεται από [[επιθυμία]] να φέρνει [[ευχαρίστηση]], σε Ανθ. | |lsmtext='''φῐλήδονος:''' -ον ([[ἡδονή]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά την [[ηδονή]], σε Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που διακατέχεται από [[επιθυμία]] να φέρνει [[ευχαρίστηση]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλήδονος:''' <b class="num">1)</b> любящий удовольствия, преданный наслаждениям (φ. καὶ [[φυγόπονος]] Polyb.; φ. ὁ [[Πάρις]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> дарящий наслаждение: [[φιλήδονον]] Βάκχοιο [[νᾶμα]] Anth. = [[οἶνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (ἡδονή)
A fond of pleasure, Plb.39.1.10, 2 Ep.Ti.3.4, Epict.Gnom.46, Plu.Galb.1, al., Luc.Herm.16, Max.Tyr.4.2, etc.: τὸ φ., = φιληδονία, Plu.2.1094a. 2 wont to bring delight, Βάκχοιο νᾶμα AP10.118.
German (Pape)
[Seite 1277] das Vergnügen liebend, dem Vergnügen ergeben; Pol. 40, 6,11; Luc. Hermot. 36; νᾶμα Βάκχου Ep. ad. 80 (X, 118); – τὸ φιλήδονον, = φιληδονία, Plut. non posse 11.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλήδονος: -ον, (ἡδονὴ) ὁ φιλῶν τὰς ἡδονάς, Πολύβ. 40. 6, 11, Πλούτ. Λουκ., κλπ.· ― τὸ φιλ. = τῷ φιληδονία, Πλούτ. 2. 1094Α. ― Ἐπίρρ. -όνως, Κλήμ. Ἀλεξ. 525. 2) ὁ προξενῶν ἡδονήν, εὐφραίνων, ἐπὶ τοῦ οἴνου, Ἀνθ. Π. 10. 118.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime ou recherche le plaisir, voluptueux ; τὸ φιλήδονον c. φιληδονία.
Étymologie: φίλος, ἡδονή.
English (Strong)
from φίλος and ἡδονή; fond of pleasure, i.e. voluptuous: lover of pleasure.
English (Thayer)
φιλήδον (φίλος and ἡδονή), loving pleasure: Polybius 40,6, 10; Plutarch, Lucian, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλήδονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές, έκδοτος στις ηδονές, ηδυπαθής («καὶ τὸν βίον ὡς τὰ πολλὰ ἀσώτους καὶ φιληδόνους ἀποβαίνοντας», Πλούτ.)
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί ηδονή, ευφραντικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλήδονον
η φιληδονία.
επίρρ...
φιληδόνως Α
με φιληδονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ήδονος (< ἡδονή), πρβλ. εὐ-ήδονος].
Greek Monotonic
φῐλήδονος: -ον (ἡδονή)·
1. αυτός που αγαπά την ηδονή, σε Λουκ. κ.λπ.
2. αυτός που διακατέχεται από επιθυμία να φέρνει ευχαρίστηση, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φιλήδονος: 1) любящий удовольствия, преданный наслаждениям (φ. καὶ φυγόπονος Polyb.; φ. ὁ Πάρις Plut.);
2) дарящий наслаждение: φιλήδονον Βάκχοιο νᾶμα Anth. = οἶνος.