ὑποπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποπορεύομαι:''' αποθ., [[προχωρώ]] [[κάτω]] από το [[έδαφος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ὑποπορεύομαι:''' αποθ., [[προχωρώ]] [[κάτω]] από το [[έδαφος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποπορεύομαι:''' тайно проходить, незаметно проникать (διὰ τῶν ὑπονόμων Plut.).
}}
}}

Revision as of 05:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπορεύομαι Medium diacritics: ὑποπορεύομαι Low diacritics: υποπορεύομαι Capitals: ΥΠΟΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: hypoporeúomai Transliteration B: hypoporeuomai Transliteration C: ypoporeyomai Beta Code: u(poporeu/omai

English (LSJ)

   A go secretly, Plu.Tim.18; διὰ τῶν ὑπονόμων Id.Cam. 5.

German (Pape)

[Seite 1229] dep. pass., heimlich hinzugehen, Plut. Tim. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπορεύομαι: πορεύομαι κρυφίως, ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα Πλουτ. Τιμολ. 18· πορεύομαι ὑποκάτω, διὰ τῶν ὑπονόμων ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 5.

French (Bailly abrégé)

aller à la dérobée sous, se glisser sous.
Étymologie: ὑπό, πορεύω.

Greek Monolingual

Α πορεύομαι
1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.)
2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ὑποπορεύομαι: αποθ., προχωρώ κάτω από το έδαφος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπορεύομαι: тайно проходить, незаметно проникать (διὰ τῶν ὑπονόμων Plut.).