φιλοπραγμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοπραγμοσύνη:''' ἡ, πολυάσχολη [[διάθεση]], [[πολυπραγμοσύνη]], συνήθειες ζωής [[χωρίς]] [[ξεκούραση]], σε Πλάτ., Δημ.
|lsmtext='''φῐλοπραγμοσύνη:''' ἡ, πολυάσχολη [[διάθεση]], [[πολυπραγμοσύνη]], συνήθειες ζωής [[χωρίς]] [[ξεκούραση]], σε Πλάτ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοπραγμοσύνη:''' (ῠ) ἡ хлопотливость, суетливость, неугомонность Plat., Dem., Arst.
}}
}}

Revision as of 05:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπραγμοσύνη Medium diacritics: φιλοπραγμοσύνη Low diacritics: φιλοπραγμοσύνη Capitals: ΦΙΛΟΠΡΑΓΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: philopragmosýnē Transliteration B: philopragmosynē Transliteration C: filopragmosyni Beta Code: filopragmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A busy disposition, meddlesomeness, restless habit of life, φεύγοντος τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπρ. Pl.R.549c; of Philip of Macedon, D.1.14, 4.42; of Meidias, Id.21.137; synon. with πολυπραγμοσύνη, Arist.Top.111a10.

German (Pape)

[Seite 1284] ἡ, das Wesen des φιλοπράγμων, Geschäftigkeit, Thätigkeit; φεύγοντας τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπραγμοσύνην Plat. Rep. VIII, 549 c; Dem. 1, 14 u. öfter; bes. unnütze Geschäftigkeit, Einmengung in fremde Händel, dah. Streit- od. Prozeßsucht, Sp. – Bei Strab. 1, 1,7 im guten Sinne von Homers vielseitigen geographischen Kenntnissen.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπραγμοσύνη: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις φιλοπράγμων, ἤγουν περίεργος καὶ πολυάσχολος, περιεργία, ἀνήσυχος τρόπος τοῦ βίου, ἡ εἰς ξένας ὑποθέσεις ἀνάμιξις, φεύγοντες τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπρ. Πλάτ. Πολ. 549C· ἀποδιδομένη εἰς τὸν Φίλιππον τῆς Μακεδονίας ὑπὸ τοῦ Δημ. 13. 9., 52. 9, πρβλ. 559. 21· συνώνυμ. τῷ πολυπραγμοσύνη, Ἀριστ. Τοπ. 2. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
manie de se mêler des affaires d’autrui.
Étymologie: φιλοπράγμων.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ φιλοπράγμων, -ονος]
το να είναι κανείς φιλοπράγμων·.

Greek Monotonic

φῐλοπραγμοσύνη: ἡ, πολυάσχολη διάθεση, πολυπραγμοσύνη, συνήθειες ζωής χωρίς ξεκούραση, σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπραγμοσύνη: (ῠ) ἡ хлопотливость, суетливость, неугомонность Plat., Dem., Arst.