φεύξιμος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(44) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[φεῡξις]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή [[κάτι]], [[φύξιμος]] («δούλῳ φευξίμῳ [[βωμός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φευκτός]]». | |mltxt=-ον, Α [[φεῡξις]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή [[κάτι]], [[φύξιμος]] («δούλῳ φευξίμῳ [[βωμός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φευκτός]]». | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φεύξῐμος:''' Polyb., Plut. = [[φύξιμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, later form of
A φύξιμος, τόπος Plb.13.6.9; ἔστι δούλῳ φ. βωμός Plu.2.166e. II = φευκτός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1267] ον, = φύξιμος, Pol. 13, 6,9.
Greek (Liddell-Scott)
φεύξῐμος: -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ φύξιμος, τόπος Πολύβ. 13. 6, 9· δούλῳ φ. βωμὸς Πλούτ. 2. 166F ―ὡσαύτως = φευκτός. Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. φύξιμος.
Greek Monolingual
-ον, Α φεῡξις
1. αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή κάτι, φύξιμος («δούλῳ φευξίμῳ βωμός», Πλούτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «φευκτός».
Russian (Dvoretsky)
φεύξῐμος: Polyb., Plut. = φύξιμος.