φυσασμός: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
(45)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />το [[φύσημα]], το να βγάζει [[κανείς]] περιορισμένη [[ποσότητα]] αέρα [[κατά]] την [[εκπνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦσα]] «[[φυσερό]], [[πνοή]], [[φύσημα]]» πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. <i>φυσάζω</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />το [[φύσημα]], το να βγάζει [[κανείς]] περιορισμένη [[ποσότητα]] αέρα [[κατά]] την [[εκπνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦσα]] «[[φυσερό]], [[πνοή]], [[φύσημα]]» πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. <i>φυσάζω</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''φῡσασμός:''' ὁ дуновение, дутье Arst.
}}
}}

Revision as of 05:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσασμός Medium diacritics: φυσασμός Low diacritics: φυσασμός Capitals: ΦΥΣΑΣΜΟΣ
Transliteration A: physasmós Transliteration B: physasmos Transliteration C: fysasmos Beta Code: fusasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A blowing, opp. ἀασμός, Arist.Pr.964a17.

German (Pape)

[Seite 1317] ὁ, das Blasen, Arist. probl. 34, 7. S. ἀασμός.

Greek (Liddell-Scott)

φυσασμός: ὁ, φύσημα ἀντίθετ. τῷ ἀασμός, Ἀριστ. Προβλ. 34. 7, 2.

Greek Monolingual

ὁ, Α
το φύσημα, το να βγάζει κανείς περιορισμένη ποσότητα αέρα κατά την εκπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. φυσάζω].

Russian (Dvoretsky)

φῡσασμός: ὁ дуновение, дутье Arst.