χαλκόδετος: Difference between revisions

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκόδετος:''' -ον, αυτός που είναι δεμένος με χαλκό, σε Τραγ.
|lsmtext='''χαλκόδετος:''' -ον, αυτός που είναι δεμένος με χαλκό, σε Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκόδετος:''' отделанный медью или оправленный в медь ([[σάκος]] Aesch.; αὐλαί Soph.; ἔμβολα Eur.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόδετος Medium diacritics: χαλκόδετος Low diacritics: χαλκόδετος Capitals: ΧΑΛΚΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: chalkódetos Transliteration B: chalkodetos Transliteration C: chalkodetos Beta Code: xalko/detos

English (LSJ)

ον,

   A bronze-bound, σάκη A.Th.160 (lyr.); κοτύλαι Id.Fr.57.6 (anap.); αὐλαί S.Ant.945 (lyr.); ἔμβολα E.Ph.114 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1331] mit Erz od. Kupfer gebunden, befestigt, in Erz gefaßt; σάκη Aesch. Spt. 145; κοτύλαι frg. 51 bei Ath. 479 b; αὐλαί Soph. Ant. 936; ἔμβολα Eur. Phoen. 115; πέδη Mel. 52 (V, 179).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόδετος: -ον, ὁ διὰ χαλκοῦ δεδεμένος, σάκος Αἰσχύλ. Θήβ. 160. κοτύλαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 55· αὐλοὶ Σοφ. Ἀντιγ. 945· ἔμβολα Εὐρ. Φοίν. 114· ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὡσαύτως χαλκοδεσμωτήρ, -δεσμήτωρ, μετὰ τῆς ἑρμηνείας χαλκόδεσμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enchaîné par des liens d’airain.
Étymologie: γλώχιν, δέω.

Greek Monolingual

-η, -ο / χαλκόδετος, -ον, ΝΜΑ
δεμένος με χάλκινα ελάσματα («χαλκόδετ' ἔμβολα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αἰχμό-δετος, λινό-δετος].

Greek Monotonic

χαλκόδετος: -ον, αυτός που είναι δεμένος με χαλκό, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκόδετος: отделанный медью или оправленный в медь (σάκος Aesch.; αὐλαί Soph.; ἔμβολα Eur.).