φιλήνιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλήνιος:''' -ον ([[ἡνία]]), αυτός που ακολουθεί τα [[ηνία]], [[πειθήνιος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''φῐλήνιος:''' -ον ([[ἡνία]]), αυτός που ακολουθεί τα [[ηνία]], [[πειθήνιος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλήνιος:''' любящий поводья, т. е. послушный поводьям (ἵπποι Aesch.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλήνιος Medium diacritics: φιλήνιος Low diacritics: φιλήνιος Capitals: ΦΙΛΗΝΙΟΣ
Transliteration A: philḗnios Transliteration B: philēnios Transliteration C: filinios Beta Code: filh/nios

English (LSJ)

ον, (ἡνία)

   A accepting the rein, ἵπποι A.Pr.465.

German (Pape)

[Seite 1277] dem Zügel folgend, gehorsam, ἵπποι Aesch. Prom. 463.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλήνιος: -ον, (ἡνία) ὁ ὑπείκων εἰς τὸν χαλινόν, εὐήνιος, πειθήνιος, ὑφ’ ἅρμα τ’ ἤγαγον φιληνίους ἵππους Αἰσχύλου Προμ. 465.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le frein, docile.
Étymologie: φίλος, ἡνίον.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για άλογο) αυτός που υπακούει στα χαλινάρια, πειθήνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ήνιος (< ἡνία «χαλινάρι»), πρβλ. χρυσ-ήνιος].

Greek Monotonic

φῐλήνιος: -ον (ἡνία), αυτός που ακολουθεί τα ηνία, πειθήνιος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φιλήνιος: любящий поводья, т. е. послушный поводьям (ἵπποι Aesch.).