χαλκεοκάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκεοκάρδιος:''' -ον, αυτός που έχει [[καρδιά]] από χαλκό, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''χαλκεοκάρδιος:''' -ον, αυτός που έχει [[καρδιά]] από χαλκό, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκεοκάρδιος:''' с медным сердцем, т. е. неустрашимый (Ἀμφιτρύωνος [[υἱός]] = [[Ἡρακλῆς]] Theocr.).
}}
}}

Revision as of 06:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεοκάρδιος Medium diacritics: χαλκεοκάρδιος Low diacritics: χαλκεοκάρδιος Capitals: ΧΑΛΚΕΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: chalkeokárdios Transliteration B: chalkeokardios Transliteration C: chalkeokardios Beta Code: xalkeoka/rdios

English (LSJ)

ον,

   A with heart of brass, Theoc.13.5.

German (Pape)

[Seite 1329] mit ehernem, unerschrockenem Herzen, der Etwas aushalten, ertragen kann, Theocr. 13, 5.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων χαλκίνην καρδίαν, cui rebur et aes triplex circa pectus, Θεόκρ. 13. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cœur d’airain.
Étymologie: χαλκός, καρδία.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ατρόμητη καρδιά («Ἀμφιτρύωνος ὁ χαλκεοκάρδιος υἱός», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ-κάρδιος, μελανο-κάρδιος].

Greek Monotonic

χαλκεοκάρδιος: -ον, αυτός που έχει καρδιά από χαλκό, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκεοκάρδιος: с медным сердцем, т. е. неустрашимый (Ἀμφιτρύωνος υἱός = Ἡρακλῆς Theocr.).