χρυσαυγής: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσαυγής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i>, αυτός που λάμπει σα [[χρυσός]], σε Σοφ., Αριστοφ. | |lsmtext='''χρῡσαυγής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i>, αυτός που λάμπει σα [[χρυσός]], σε Σοφ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσαυγής:''' блистающий золотом ([[κρόκος]] Soph. [[δόμος]] Arph.; [[νηός]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A gold-gleaming, κρόκος S.OC685 (lyr.); δόμος Ar.Av.1710, cf. Cat.Cod.Astr.2.82; τὸ τῆς δειρῆς χ., of a peacock, Lib.Descr.24.6: metaph., φρόνησις Ph.1.57: neut. as Adv., χρυσαυγὲς μειδιᾶν Him.Or.13.7.
German (Pape)
[Seite 1379] ές, mit goldenem Glanze, goldglänzend; κρόκος Soph. O. C. 685; δόμος Ar. Av. 1708; sp. D., νηός Agath. 60 (IX, 154).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσαυγής: -ές, γεν έος, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, κρόκος Σοφ. Ο. Κ. 685· δόμος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1710· ― μεταφορ., φρόνησις Φίλων 1. 57· χρυσαυγὲς μειδιᾶν Ἰμέρ. σ. 598.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a l’éclat de l’or.
Étymologie: χρυσός, αὐγή.
Spanish
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, και χρυσοαυγής Μ
αυτός που εκπέμπει χρυσή λάμψη
αρχ.
1. μτφ. (για ηθική αίγλη) λαμπρός («χρυσαυγὴς φρόνησις», Φίλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) χρυσαυγές
φωτεινά, λαμπερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -αυγής (< αὐγή ή αὖγος, τὸ), πρβλ. λυκ-αυγής].
Greek Monotonic
χρῡσαυγής: -ές, γεν. -έος, αυτός που λάμπει σα χρυσός, σε Σοφ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσαυγής: блистающий золотом (κρόκος Soph. δόμος Arph.; νηός Anth.).