ψευδατράφαξυς: Difference between revisions
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψευδατράφαξυς:''' [ᾰφ],-υος, ἡ, [[ψευδής]] ατράφαξυς, κωμ. όνομα φυτού, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ψευδατράφαξυς:''' [ᾰφ],-υος, ἡ, [[ψευδής]] ατράφαξυς, κωμ. όνομα φυτού, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψευδατράφαξυς:''' υος ἡ ирон. ложная лебеда, перен. пустомеля, лжец Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰφ], υος, ἡ,
A false orach, Com. name of a plant in Ar.Eq.630; cf. ψευδαμάμαξυς.
German (Pape)
[Seite 1393] ἡ, falsche Melde, Lügenmelde, Lügenkohl, Ar. Equ. 628, komisch nach ψευδαμάμαξυς gebildeter Pflanzenname.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδατράφαξῠς: -υος, ἡ, ψευδὴς ἀτράφαξυς, κωμικὸν ὄνομα φυτοῦ ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 630· πρβλ. ψευδαμάμαξυς.
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
fausse arroche, càd imposture.
Étymologie: ψευδής, ἀτράφαξυς.
Par. ψευδαμάμαξυς.
Greek Monolingual
-άξυος, και ψευδατράφαξις, -άξεως, ἡ, Α
(στον Αριστοφ.) (ως κωμική ονομασία φυτού) ψεύτικη ατράφαξις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἀτράφαξυς «είδος λαχανικού»].
Greek Monotonic
ψευδατράφαξυς: [ᾰφ],-υος, ἡ, ψευδής ατράφαξυς, κωμ. όνομα φυτού, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ψευδατράφαξυς: υος ἡ ирон. ложная лебеда, перен. пустомеля, лжец Arph.