ὠχράω: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠχράω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[γίνομαι]] [[ωχρός]] ή [[χλωμός]]· ὠχρᾶν [[χρόα]], έχω ωχρή [[χροιά]], είμαι [[κιτρινωπός]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὠχράω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[γίνομαι]] [[ωχρός]] ή [[χλωμός]]· ὠχρᾶν [[χρόα]], έχω ωχρή [[χροιά]], είμαι [[κιτρινωπός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠχράω:''' становиться желтовато-бледным или бледнеть: ὠ. [[χρόα]] Hom. побледнеть лицом.
}}
}}

Revision as of 06:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠχράω Medium diacritics: ὠχράω Low diacritics: ωχράω Capitals: ΩΧΡΑΩ
Transliteration A: ōchráō Transliteration B: ōchraō Transliteration C: ochrao Beta Code: w)xra/w

English (LSJ)

   A turn pale or wan, ὠχρήσαντα χρόα Od.11.529; of the sun, Arat.851.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχράω: μέλλ. -ήσω, γίνομαι ὠχρός, χλωμιάζω, ὠχρ. χρόα, ἔχω χροιὰν ὠχράν, εἶμαι κιντρινωπός, Ὀδ. Λ. 529· πρβλ. ὠχριάω. 2) Παθ., ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὤχρηται Ἄρατ. 851.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
devenir jaune ou pâle.
Étymologie: ὠχρός.

English (Autenrieth)

only aor. part., ὠχρήσαντα, having become pale, Od. 11.529.

Greek Monotonic

ὠχράω: μέλ. -ήσω, γίνομαι ωχρός ή χλωμός· ὠχρᾶν χρόα, έχω ωχρή χροιά, είμαι κιτρινωπός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὠχράω: становиться желтовато-бледным или бледнеть: ὠ. χρόα Hom. побледнеть лицом.