χρυσοπέδιλος: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσοπέδῑλος:''' -ον ([[πέδιλον]]), αυτός που [[φορά]] χρυσά σανδάλια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. | |lsmtext='''χρῡσοπέδῑλος:''' -ον ([[πέδιλον]]), αυτός που [[φορά]] χρυσά σανδάλια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσοπέδῑλος:''' в золотой обуви (Ἣρη Hom., Hes., Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A gold-sandalled, epith. of Hera, Od.11.604, Hes.Th.454; of Eos, Sapph.18.
German (Pape)
[Seite 1381] mit goldenen Sohlen, Schuhen; Hera, Od. 11, 604; Hes. Th. 454. 952; Rufin. 26 (V, 69).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοπέδῑλος: -ον, ὁ φορῶν χρυσᾶ πέδιλα, ἐπίθ. τῆς Ἥρας, Ὀδ. Λ. 604, Ἡσ. Θεογ. 454· τῆς Ἠοῦς, Σαπφὼ 21 (12)· οὔτως ὁ Ἑρμῆς καὶ ἡ Ἀθηνᾶ φοροῦσι πέδιλα ἀμβρόσια, χρύσεια Ἰλ. Ω. 340, Ὀδ. Α. 96.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux chaussures d’or (Héra).
Étymologie: χρυσός, πέδιλον.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φορεί χρυσά πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πέδιλος (< πέδιλον «σανδάλι»), πρβλ. ἀδαμαντο-πέδιλος].
Greek Monotonic
χρῡσοπέδῑλος: -ον (πέδιλον), αυτός που φορά χρυσά σανδάλια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοπέδῑλος: в золотой обуви (Ἣρη Hom., Hes., Anth.).