δάφνινος: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
(1b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δάφνινος:''' сделанный из лавра, лавровый ([[στέφανος]] Plut.).
|elrutext='''δάφνινος:''' сделанный из лавра, лавровый ([[στέφανος]] Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=δάφνινος -η -ον [δάφνη] van laurier.
}}
}}

Revision as of 06:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάφνῐνος Medium diacritics: δάφνινος Low diacritics: δάφνινος Capitals: ΔΑΦΝΙΝΟΣ
Transliteration A: dáphninos Transliteration B: daphninos Transliteration C: dafninos Beta Code: da/fninos

English (LSJ)

η, ον,

   A made of bay, ἔλαιον Thphr. Od.28, Dsc.1.40; of bay-wood, ὅρπηξ Call.h.Ap.1.    II δάφνινον (sc. χρῶμα) PLond.3.928.13 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 525] vom Lorbeerbaume, ἔλαιον Hippocr.; χρίσμα, οἶνος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δάφνῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ δάφνης πεποιημένος, ἔλαιον Θεόφρ. π. Ὀσμ. 28, Διοσκ. 1. 50· ὁ ἐκ ξύλου δάφνης, ὅρπηξ Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 1.

Spanish (DGE)

(δάφνῐνος) -η, -ον
de laurel ὅρπηξ Call.Ap.1, ῥάβδος D.T.630.20, ξύλα Philum.Ven.7.4, χρῶμα δ. color de laurel para pintar PLond.928.13 (II d.C.)
hecho de laurel o de bayas de laurel ἔλαιον Hp.Morb.2.13, Mul.1.75, Dsc.1.40, Paul.Aeg.3.1.3, Hippiatr.1.33, μύρον Hp.Mul.1.74, Thphr.Od.28, 42, χρῖσμα PLond.928.13 (III d.C.) en BL 3.94, οἶνος Dsc.5.36, στέφανος Philonid. en Ath.675e, IG 9(2).1109.40 (Magnesia II a.C.), GDI 1807.20 (Delfos), Plu.2.645d, Artem.1.77, D.C.43.43.1, 48.16.1, στέμμα Eust.24.46
subst. τὸ δ. n. de un preparado hecho con fruto del laurel Aët.1.108, cf. 2.209.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δάφνινος, -η, -ον) δάφνη
1. αυτός που ανήκει στη δάφνη («δάφνινα κλαδιά», «δάφνινος ὅρπηξ»)
2. καμωμένος από δάφνη («δάφνινο στεφάνι», «δάφνινον ἔλαιον»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. δάφνινον, το
χρώμα σαν τα φύλλα της δάφνης.

Russian (Dvoretsky)

δάφνινος: сделанный из лавра, лавровый (στέφανος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάφνινος -η -ον [δάφνη] van laurier.