χρυσόροφος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(47c)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χρυσώροφος]], -ον, Α<br />αυτός που έχει [[χρυσή]] [[οροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄροφος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οὐραν</i>-<i>όροφος</i>). Η δ. γρφ. [[χρυσώροφος]] με -<i>ω</i>- οφείλεται σε μετρικούς λόγους (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πετρ</i>-<i>ώροφος</i>)].
|mltxt=και [[χρυσώροφος]], -ον, Α<br />αυτός που έχει [[χρυσή]] [[οροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄροφος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οὐραν</i>-<i>όροφος</i>). Η δ. γρφ. [[χρυσώροφος]] με -<i>ω</i>- οφείλεται σε μετρικούς λόγους (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πετρ</i>-<i>ώροφος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσόροφος:''' с золоченой кровлей, златоверхий ([[σκηνή]] Plut.; [[οἰκία]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 06:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόροφος Medium diacritics: χρυσόροφος Low diacritics: χρυσόροφος Capitals: ΧΡΥΣΟΡΟΦΟΣ
Transliteration A: chrysórophos Transliteration B: chrysorophos Transliteration C: chrysorofos Beta Code: xruso/rofos

English (LSJ)

ον,

   A with golden roof or ceiling, Philox.14, Ph.1.666, Luc.Cyn.9; also χρῡσ-ώροφος, σκηνή Plu.2.329d.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldener Decke, Luc. Cyn. 9, s. Lob. Phryn. p. 706.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόροφος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν ὀροφήν, Φιλόξ. 14, Λουκ. Κυνικὸς 9· ὡσαύτως -ώροφος, Πλούτ. 2. 329D· - πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 706.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au toit d’or.
Étymologie: χρυσός, ὄροφος.

Greek Monolingual

και χρυσώροφος, -ον, Α
αυτός που έχει χρυσή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ὄροφος (πρβλ. οὐραν-όροφος). Η δ. γρφ. χρυσώροφος με -ω- οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. πετρ-ώροφος)].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόροφος: с золоченой кровлей, златоверхий (σκηνή Plut.; οἰκία Luc.).