ψωμοκόλαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source
(47c)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />αυτός που κολακεύει κάποιον για να του δώσει [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψωμός]] «[[κομμάτι]], [[μπουκιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόλαξ]], -<i>ακος</i>].
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />αυτός που κολακεύει κάποιον για να του δώσει [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψωμός]] «[[κομμάτι]], [[μπουκιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόλαξ]], -<i>ακος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ψωμοκόλαξ:''' ὁ лизоблюд, прихлебатель Arph.
}}
}}

Revision as of 06:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωμοκόλαξ Medium diacritics: ψωμοκόλαξ Low diacritics: ψωμοκόλαξ Capitals: ΨΩΜΟΚΟΛΑΞ
Transliteration A: psōmokólax Transliteration B: psōmokolax Transliteration C: psomokolaks Beta Code: ywmoko/lac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ,

   A flatterer for morsels of bread, parasite, Ar.Fr.167 (anap.), Philem.8, Sannyr.10:—hence ψωμο-κολᾰκεύω, Philippid.8.

German (Pape)

[Seite 1406] ακος, ὁ, ein Bissenschmeichler, d. i. Schmarotzer; comic. bei Ath. VI, 261 f; Philippds. in B. A. 116 u. Phot.

Greek (Liddell-Scott)

ψωμοκόλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ κολακεύων χάριν τεμαχίων ἄρτου, παράσιτος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 213· ψωμοκόλαξ δ’ ἔσθ’ οὑτοσὶ Φιλήμων ἐν «Ἀνανεουμένῃ» 1· φθείρεσθ’ ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες Σαννυρίων ἐν «Ἰοῖ» 1· - ψωμοκολᾰκεύω, ψωμοκολακεύων καὶ παρεισιὼν ἀεὶ Φιλιππίδης ἐν «Ἀνανεώσει» 4.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
αυτός που κολακεύει κάποιον για να του δώσει τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός «κομμάτι, μπουκιά» + κόλαξ, -ακος].

Russian (Dvoretsky)

ψωμοκόλαξ: ὁ лизоблюд, прихлебатель Arph.