κατακερτομέω: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
(2b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατακερτομέω:''' бранить, оскорблять (τινα Her.). | |elrutext='''κατακερτομέω:''' бранить, оскорблять (τινα Her.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-κερτομέω bespotten. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A rail violently, Hdt.1.129; τινα at a person, Id.2.135, Ph.2.440; τινος Nic.Dam.3 J., Polyaen.1.34.2, Longus 2.20.
German (Pape)
[Seite 1352] schelten, verspotten; καὶ καταχαίρω Her. 1, 129; πολλὰ κατεκερτόμησέ νιν 2, 135; Sp., auch τινός, wie Polyaen. 1, 34, 1; Long. 2, 20; καὶ ἐπιχλευάζειν τινί Philo.
Greek (Liddell-Scott)
κατακερτομέω: διὰ κακολογιῶν πειράζω τινά, χλευάζω, σκώπτω, ὀνειδίζω ἰσχυρῶς, μετὰ σφοδρότητος, κατέχαιρε καὶ κατεκερτόμει Ἡρόδ. 1. 129· τινα ὁ αὐτ. 2.135· τινος Πολύαιν. 1. 34, 1· κατακερτομούμενον πρὸς τῶν ἀντιπάλων ὁ αὐτ. 1041.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accabler d’injures.
Étymologie: κατά, κερτομέω.
Greek Monotonic
κατακερτομέω: μέλ. -ήσω, χλευάζω έντονα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κατακερτομέω: бранить, оскорблять (τινα Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κερτομέω bespotten.