κηλώνειον: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κηλώνειον:''' ион. [[κηλωνήϊον]], v. l. [[κηλώνιον]] τό колодезный журавль Her., Arph., Arst. | |elrutext='''κηλώνειον:''' ион. [[κηλωνήϊον]], v. l. [[κηλώνιον]] τό колодезный журавль Her., Arph., Arst. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κηλώνειον -ου, τό, Ion. κηλωνήιον [κήλων: zwengel] pompzwengel (om water te putten). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. κηλων-ήϊον, τό, = foreg. 1, Hdt.1.193, 6.119, Ar.Fr.679, Arist.Mech.857a34, Aen.Tact.39.7, PCair.Zen.155 (iii B.C.), Gal. UP 7.7:—written κηλώνιον, Apollod.Poliorc.162.8, al.
German (Pape)
[Seite 1431] τό, ion. κηλωνήϊον, Brunnenschwengel am Ziehbrunnen; ἀντλέεται κηλωνηΐῳ Her. 9, 119; Ar. frg. 554. S. κηλώνιον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
machine pour tirer de l’eau, pompe.
Étymologie: DELG κήλων.
Greek Monolingual
το (Α κηλώνειον και κηλώνιον και ιων. τ. κηλωνήϊον)
το ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα πηγάδια, κν. γεράνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλων + κατάλ. -ειον (πρβλ. σκαμών-ειον, χελών-ειον)].
Russian (Dvoretsky)
κηλώνειον: ион. κηλωνήϊον, v. l. κηλώνιον τό колодезный журавль Her., Arph., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηλώνειον -ου, τό, Ion. κηλωνήιον [κήλων: zwengel] pompzwengel (om water te putten).