κλήθρα: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλήθρα:''' Ιων. -ρη, <i>ἡ</i>, είδος θάμνου από τον οποίο πήρε το όνομά της [[σήμερα]] η [[σκλήθρα]], πιθ. [[alnus]], και αποκαλείται [[ακόμα]] <i>κλέθρα</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κλήθρα:''' Ιων. -ρη, <i>ἡ</i>, είδος θάμνου από τον οποίο πήρε το όνομά της [[σήμερα]] η [[σκλήθρα]], πιθ. [[alnus]], και αποκαλείται [[ακόμα]] <i>κλέθρα</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κλήθρα -ας, ἡ els (boom).
}}
}}

Revision as of 07:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλήθρα Medium diacritics: κλήθρα Low diacritics: κλήθρα Capitals: ΚΛΗΘΡΑ
Transliteration A: klḗthra Transliteration B: klēthra Transliteration C: klithra Beta Code: klh/qra

English (LSJ)

Ion. κλήθ-ρη, ἡ,

   A alder, Alnus glutinosa, Od.5.64, 239, Thphr. HP1.4.3, 3.3.1.

German (Pape)

[Seite 1450] ἡ, ion. κλήθρη, die Erle, Eller, Else; Od. 5, 239; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κλήθρα: Ἰων -ρη, ἡ, εἶδος δένδρου παρυδατίου, ὅπερ νῦν καλεῖται «σκλῆθρος» ἢ «κλέθρα», Ὀδ. Ε. 64, 239, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 3., 3. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
aune, arbre.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

και σκλήθρα και κλέθρα, η, και σκλήθρος, ο (Α κλήθρα και ιων. τ. κλήθρη)
νεοελλ.
βοτ. το φυτό σκλήθρο
αρχ.
ονομασία του γένους άλνος («κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ. τ.) lutter, ludere, ludern «κλήθρα τών Άλπεων» και προέρχεται από τον ΙΕ τ. klādhrā «κλήθρα»].

Greek Monotonic

κλήθρα: Ιων. -ρη, , είδος θάμνου από τον οποίο πήρε το όνομά της σήμερα η σκλήθρα, πιθ. alnus, και αποκαλείται ακόμα κλέθρα, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλήθρα -ας, ἡ els (boom).