κίσηρις: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(3) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κίσηρις:''' εως, Luc. [[κίσσηλις]] (κῐ) ἡ пемза Arst., Luc. | |elrutext='''κίσηρις:''' εως, Luc. [[κίσσηλις]] (κῐ) ἡ пемза Arst., Luc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κίσηρις -εως, ἡ, ook κίσηλις en κίσσηρις, puimsteen. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 1 January 2019
English (LSJ)
( κίσηλις PHolm.12.11, implied in Luc.Jud.Voc.4), εως (Luc.l.c., -ιδος Thphr. (v. infr.), cf. Choerob.in Theod.1.329 H.), ἡ,
A pumice-stone, Ar.Fr.320.4, Alex.124.9, Arist.EN1111a13, Thphr.Lap.22, etc. [ῐ in Comm. ll.cc., AP6.295 (Phan.): κίσσηρις is erroneous in Thphr.l.c., Asp.in EN65.4.]
German (Pape)
[Seite 1442] εως, ἡ, u. ä., f. κίσσηρις.
Greek (Liddell-Scott)
κίσηρις: -εως, (Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4, ἀλλὰ -ιδος, Θεόφρ. κατωτ., πρβλ. Χοιροβ. ἐν Θεοδ. σ. 335), ἡ, ἐλαφρόπετρα, λατ. pumex, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 4, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 9, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17, Θεοφρ. π. Λίθ. 22, κτλ. ῐ παρὰ τοῖς κωμικοῖς ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 6. 295, ὥστε ὁ τύπος κίσσηρις εἶναι πιθανῶς ἐσφαλμένος.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
mieux que κίσσηρις;
pierre ponce.
Étymologie: DELG on suppose un emprunt d’origine inconnue.
Greek Monotonic
κίσηρις: [ῑ], -εως και -ιδος, ἡ, ελαφρόπετρα, Λατ. pumex, σε Αριστοφ., Λουκ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
κίσηρις: εως, Luc. κίσσηλις (κῐ) ἡ пемза Arst., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίσηρις -εως, ἡ, ook κίσηλις en κίσσηρις, puimsteen.