κίσσηρις

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

German (Pape)

[Seite 1442] εως, ἡ, od. richtiger κίσηρις, wie Dichterstellen beweisen, Ar. fr. 309, Alexis bei Ath. IX, 383 d, Phani. 3 (VI, 295); bei Theophr. auch gen. κισσήριδος; Bimsstein, Theophr., Diosc.; vielleicht von κίς, weil er durchlöchert, gleichsam zernagt ist.

French (Bailly abrégé)

v. κίσηρις.

Greek Monotonic

κίσσηρις: λιγότερο ορθός τύπος του κίσηρις.

Russian (Dvoretsky)

κίσσηρις: εως ἡ v. l. = κίσηρις.

Middle Liddell

less correct form of κίσηρις.]