κουρότερος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κουρότερος:''' [compar. к [[κοῦρος]] (более) молодой ([[ἀνήρ]] Hes.): μετ᾽ [[ἀνδράσι]] κουροτέροισιν Hom. с людьми помоложе. | |elrutext='''κουρότερος:''' [compar. к [[κοῦρος]] (более) молодой ([[ἀνήρ]] Hes.): μετ᾽ [[ἀνδράσι]] κουροτέροισιν Hom. с людьми помоложе. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κουρότερος -α -ον zie κοῦρος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 1 January 2019
English (LSJ)
α, ον, Comp. form of κοῦρος (A) (cf. βασιλεύς, -λεύτερος),
A young, opp. elder, Il.4.316, Od.21.310, Hes.Op.[447]: as fem., A.R.1.684.
Greek (Liddell-Scott)
κουρότερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ κοῦρος (πρβλ. βασιλεύς, -λεύτερος), νεώτερος, νεανικώτερος, ἄνδρες Ἰλ. Δ. 316, Ὀδ. Φ. 310, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 445˙ ὡς θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 684˙ ― ἐν τοῖς πλείστοις τῶν χωρίων κεῖται σχεδὸν ὡς θετικόν, πρβλ. ἀγρότερος.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
plus jeune ; ou simpl. jeune.
Étymologie: κοῦρος.
English (Autenrieth)
younger; as subst., Il. 4.316.
Greek Monolingual
κουρότερος, -έρα, -ον (Α) κούρος
1. νεώτερος, νεανικότερος («μηδ' ἐρίδαινε μετ' ἀνδράσι κουροτέροισιν», Ομ. Οδ.)
2. (στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνεται ως θετικός βαθμός) νέος, κούρος.
Greek Monotonic
κουρότερος: -α, -ον, συγκρ. του κοῦρος, νεότερος, περισσότερο νέος, σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται κυρίως ως θετικός.
Russian (Dvoretsky)
κουρότερος: [compar. к κοῦρος (более) молодой (ἀνήρ Hes.): μετ᾽ ἀνδράσι κουροτέροισιν Hom. с людьми помоложе.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουρότερος -α -ον zie κοῦρος.