παρεκπροφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)

Source
(3b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παρεκπροφεύγω:''' убегать, ускользать ([[ἵνα]] μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα Hom.).
|elrutext='''παρεκπροφεύγω:''' убегать, ускользать ([[ἵνα]] μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα Hom.).
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-εκπροφεύγω ontgaan: met acc.: ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα opdat de prijzen je niet door de vingers glippen Il. 23.314.
}}
}}

Revision as of 07:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκπροφεύγω Medium diacritics: παρεκπροφεύγω Low diacritics: παρεκπροφεύγω Capitals: ΠΑΡΕΚΠΡΟΦΕΥΓΩ
Transliteration A: parekpropheúgō Transliteration B: parekpropheugō Transliteration C: parekprofeygo Beta Code: parekprofeu/gw

English (LSJ)

   A flee forth from, elude one's grasp, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα Il.23.314.

German (Pape)

[Seite 513] (s. φεύγω), entfliehen, entgehen, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα, Il. 23, 314, von Kampfpreisen, die dem, der überwunden wird, entgehen.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκπροφεύγω: ἐκφεύγω τινά, ἐκφεύγω τῶν χειρῶν τινος, ἵνα μή σε παρεκπροφύγησιν ἄεθλα Ἰλ. Ψ. 314.

French (Bailly abrégé)

ao.2 sbj. 3ᵉ sg. épq. παρεκπροφύγῃσιν;
fuir en passant à côté ou au delà de, acc..
Étymologie: παρά, ἐκπροφεύγω.

English (Autenrieth)

aor. subj. -φύγῃσιν: fig., elude the grasp, Il. 23.314†.

Greek Monolingual

Α
ξεφεύγω από κάποιον, από τα χέρια κάποιου, διαφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»].

Greek Monotonic

παρεκπροφεύγω: φεύγω μπροστά από, ξεφεύγω, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (γʹ ενικ. υποτ. Επικ. αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

παρεκπροφεύγω: убегать, ускользать (ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εκπροφεύγω ontgaan: met acc.: ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα opdat de prijzen je niet door de vingers glippen Il. 23.314.