πατρωός: Difference between revisions
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
(3b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πατρωός:''' ὁ отчим Plut. | |elrutext='''πατρωός:''' ὁ отчим Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πατρωός -οῦ, ὁ [πατήρ] stiefvader. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A = πατρυιός, stepfather, Cerc.4.43, Plu. Cleom.11, Arat. 41, Artem.3.26, POxy. 1257.2 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 537] ὁ, = ἐπιπάτωρ, vgl. Poll. 3, 27, Stiefvater, Plut. Arat. 38 u. öfter bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πατρωός: ὁ, = πατρυιός, μητρυιός, Πλουτ. Κλεομέν. 11, Ἄρατ. 41.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
beau-père.
Étymologie: πατήρ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πατρυιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πατρωός μαρτυρείται από την ελληνιστική εποχή και, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί κατά το μητρυιά (πρβλ. πατρυιός) με επίδραση τών κατάλ. τών μτχ. παρακμ. -ώς, -υῖα, -ός. Είναι, όμως, εξίσου πιθανό η λ. να πλάστηκε από το θ. της λ. πάτρως «θείος»].
Russian (Dvoretsky)
πατρωός: ὁ отчим Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατρωός -οῦ, ὁ [πατήρ] stiefvader.