πνοά: Difference between revisions
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(3b) |
(nl) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πνοά:''' ἡ дор. = [[πνοή]]. | |elrutext='''πνοά:''' ἡ дор. = [[πνοή]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πνοά -ᾶς, ἡ Dor. voor πνοή. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 1 January 2019
English (Slater)
πνοά, πνοιά (πνοά, -αί, -αῖς(ιν), -άς: πνοιαῖς.)
a breath ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς (sc. Μετώπα) (O. 6.83) καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (Er. Schmid: ἀμπνοὰς, ἀναπνοὰς codd.) (N. 10.74)
b wind, gust of wind ἴδε καὶ κείναν χθόνα πνοιαῖς ὄπιθεν Βορέα ψυχροῦ (O. 3.31) ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων (P. 3.104) μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (Bergk: καταπνοὰ codd.) (P. 5.121) Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.
c sound of wind-instruments πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (ἐμπνοαῖς v. l.: ἐμπνοαῖσιν Turyn) (N. 3.79)
Greek Monolingual
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. πνοή.
Russian (Dvoretsky)
πνοά: ἡ дор. = πνοή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πνοά -ᾶς, ἡ Dor. voor πνοή.